πόρτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
2 ορισμ, εκφρ, συγγ |
|||
Γραμμή 5:
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 13:
# (''γενικότερα'') η κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο οχήματος, ώστε να μπορεί κανείς να την ανοίγει ή να την κλείνει
#:''η '''πόρτα''' του αυτοκινήτου''
# {{αργκ}} το προσωπικό που κάνει έλεγχο στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως και η αντίστοιχη θέση εργασίας
# (''τάβλι'') το να υπάρχουν δύο τουλάχιστον πούλια σε μία θέση, ή ένα στην περίπτωση του «φεύγα» και του «γκιουλ»
===={{
: '''τρώω πόρτα''': δεν μου επιτρέπουν να μπω (''συνήθως για είσοδο σε κέντρο διασκέδασης'')
===={{συγγενικά}}====
* [[πορτάρα]]
* [[πορτιέρης]]
====={{υποκοριστικά}}=====
* [[πορτάκι]]
* [[πορτούλα]]
* [[πορτίτσα]]
====={{σύνθετα}}=====
* [[εξώπορτα]]
* [[καστρόπορτα]]
* [[κερκόπορτα]]
* [[πορτοπαράθυρο]]
===={{συνώνυμα}}====
* [[θύρα]]
* [[πύλη]]
|