Έλληνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
πολύ μικρό συμμάζεμα
Γραμμή 1:
{{μορφοποίηση}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'φύλακας'}}
Γραμμή 7 ⟶ 8 :
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, [[Ελληνίδα]] {{θ}}
*# {{εθν}} αυτός που [[κατάγομαι|κατάγεται]] από την [[Ελλάδα]] ή έχει ελληνική [[ιθαγένεια]] ή [[υπηκοότητα]]
*# αρχαϊκό και ομηρικό [[δημωνύμιο]] συχνά ευρύτερης ή μεταβλητής σημασίας
*#* {{ομηρικ}} ο Φθιώτης, Θεσσαλός της Φθίας (ελληνογεννήτορες Μυρμιδόνες)
#* ο μυκηνόλωσσος - μυκηνόλωττος
 
==={{κύριο όνομα|el}}===
* αυτός που [[κατάγομαι|κατάγεται]] από την [[Ελλάδα]]
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* αυτός που έχει ελληνική [[ιθαγένεια]], [[υπηκοότητα]] ή [[συνείδηση]]
*# αρχαίο όνομα μυθικού βασιλιά (Έλλην)
*# αρχαίο ελληνικό όνομα (Έλλην)
* αρχαϊκό και ομηρικό δημωνύμιο συχνά ευρύτερης ή μεταβλητής σημασίας
** {{ομηρικ}} ο Φθιώτης, Θεσσαλός της Φθίας (ελληνογεννήτορες Μυρμιδόνες)
* ο μυκηνόλωσσος - μυκηνόλωττος
 
===={{σημειώσεις}}====
<p style="line-height:65%;"><span style="font-size:78%">για το ουδέτερο χρησιμοποιούνται τα:
* το Ελληνάκι
* το Ελληνόπουλο
</span>
<p style="line-height:75%;"><span style="font-size:78%">
που σημαίνουν παιδί ή μωρό με ελληνική καταγωγή.<br>
όταν λέμε Ελληνάκος εννοούμε α. ποταπός Έλληνας, β. αδύναμος Έλληνας ή τουλάχιστον που αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα (πχ. εγκλωβισμένος στην ρουτίνα και μη κυνηγός των ονείρων του) (πολύ σπάνια εννοούμε γ. νεαρός Έλληνας). Όταν λέμε Ελληνιδούλα εννούμε σχεδόν πάντα νεαρή Ελληνίδα (πολύ σπάνια β. αδύναμη κοινωνικά, γ. ποταπή). Ελληνάκι λέμε πιο συχνά, ως ανώμαλο ουδέτερο (μερικοί δεν το θεωρούν ανώμαλο ουδέτερο ουσιαστικό του Έλληνας αλλά ξεχωριστό ουσιαστικό) του Έλληνας για παιδί ή μωρό. Επίσης αντί για Ελληνάκι λέμε και Ελληνόπουλο με την ίδια σημασία. Η λέξη Ελληνόπουλος δεν υφίσταται (παρά μόνο σκωπτικά για Πελοποννήσιο της διασποράς, βλ. -όπουλος). Η λέξη Ελληνοπούλα σημαίνει Ελληνιδούλα, νεαρή Ελληνίδα. Η λέξη Ελληνόπουλο όπως το Ελληνάκι στον καθημερινό λόγο δρουν ως ουδέτερα του ουσιαστικού Έλληνας (ανώμαλα σχηματιζόμενα), αλλά άλλοι λεξικογράφοι τα θεωρούν ξεχωριστά ουσιαστικά. Θεωρείται πιο "σύγχρονη" άποψη η εισαγωγή των Ελληνόπουλο και Ελληνάκι υπό του ουσιαστικού Έλληνας ως ανώμαλα (αλλόρριζης κατάληξης) σχηματιζόμενα ουδέτερα με βάση την αρχή της χρήσης των λέξεων και όχι των λεξικογραφικών τύπων και των γραμματικών κανόνων.</span>
 
===={{συγγενικά}}====
{{((}}
* [[Ελληνίδα]]
* [[ελληνικός]]
* [[Ελλάδα]]
* [[ελλαδικός]]
* [[Ελλαδίτης]]
* [[ελλην-]]
* [[Ελληνάρας]]
* [[Ελληνίδα]]
* [[ελληνικά]]
* [[ελληνικός]]
* [[ελληνικούρα]]
* [[ελληνιστί]]
* [[ελληνο-]]
* [[ελληνό-]]
{{))}}
 
===={{σύνθετα}}====
{{(}}
* [[ανθέλληνας]]
* [[ανθελληνικός]]
* [[προέλληνας]]
* [[προελληνικός]]
{{)}}
 
===={{σημειώσεις}}====
<p style="line-height:65%;"><span style="font-size:78%">για το ουδέτερο χρησιμοποιούνται τα:
* το Ελληνάκι
* το Ελληνόπουλο
</span>
<p style="line-height:75%;"><span style="font-size:78%">
που σημαίνουν παιδί ή μωρό με ελληνική καταγωγή.<br>
όταν λέμε Ελληνάκος εννοούμε α. ποταπός Έλληνας, β. αδύναμος Έλληνας ή τουλάχιστον που αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα (πχ. εγκλωβισμένος στην ρουτίνα και μη κυνηγός των ονείρων του) (πολύ σπάνια εννοούμε γ. νεαρός Έλληνας). Όταν λέμε Ελληνιδούλα εννούμε σχεδόν πάντα νεαρή Ελληνίδα (πολύ σπάνια β. αδύναμη κοινωνικά, γ. ποταπή). Ελληνάκι λέμε πιο συχνά, ως ανώμαλο ουδέτερο (μερικοί δεν το θεωρούν ανώμαλο ουδέτερο ουσιαστικό του Έλληνας αλλά ξεχωριστό ουσιαστικό) του Έλληνας για παιδί ή μωρό. Επίσης αντί για Ελληνάκι λέμε και Ελληνόπουλο με την ίδια σημασία. Η λέξη Ελληνόπουλος δεν υφίσταται (παρά μόνο σκωπτικά για Πελοποννήσιο της διασποράς, βλ. -όπουλος). Η λέξη Ελληνοπούλα σημαίνει Ελληνιδούλα, νεαρή Ελληνίδα. Η λέξη Ελληνόπουλο όπως το Ελληνάκι στον καθημερινό λόγο δρουν ως ουδέτερα του ουσιαστικού Έλληνας (ανώμαλα σχηματιζόμενα), αλλά άλλοι λεξικογράφοι τα θεωρούν ξεχωριστά ουσιαστικά. Θεωρείται πιο "σύγχρονη" άποψη η εισαγωγή των Ελληνόπουλο και Ελληνάκι υπό του ουσιαστικού Έλληνας ως ανώμαλα (αλλόρριζης κατάληξης) σχηματιζόμενα ουδέτερα με βάση την αρχή της χρήσης των λέξεων και όχι των λεξικογραφικών τύπων και των γραμματικών κανόνων.</span>
 
===={{μεταφράσεις}}====
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/Έλληνας"