subsequently: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Εμπλουτισμός λεξιλογίου
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:48, 11 Ιουλίου 2017

Αγγλικά (en)

  Επίρρημα

subsequently (en)

  1. ακολούθως