στεφανώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== '''{{PAGENAME}}'''< {{παθ}} του ρήματος στεφανώνω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME]]''' # μου φ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 20:44, 5 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
στεφανώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος στεφανώνω
Ρήμα
{{PAGENAME]]
- μου φορύν στεφάνι.
- παντρεύομαι.
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεφανώνομαι | στεφανωνόμουν(α) | θα στεφανώνομαι | να στεφανώνομαι | ||
β' ενικ. | στεφανώνεσαι | στεφανωνόσουν(α) | θα στεφανώνεσαι | να στεφανώνεσαι | (στεφανώνου) | |
γ' ενικ. | στεφανώνεται | στεφανωνόταν(ε) | θα στεφανώνεται | να στεφανώνεται | ||
α' πληθ. | στεφανωνόμαστε | στεφανωνόμαστε στεφανωνόμασταν |
θα στεφανωνόμαστε | να στεφανωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στεφανώνεστε | στεφανωνόσαστε στεφανωνόσασταν |
θα στεφανώνεστε | να στεφανώνεστε | (στεφανώνεστε) | |
γ' πληθ. | στεφανώνονται | στεφανώνονταν στεφανωνόντουσαν |
θα στεφανώνονται | να στεφανώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεφανώθηκα | θα στεφανωθώ | να στεφανωθώ | στεφανωθεί | ||
β' ενικ. | στεφανώθηκες | θα στεφανωθείς | να στεφανωθείς | στεφανώσου | ||
γ' ενικ. | στεφανώθηκε | θα στεφανωθεί | να στεφανωθεί | |||
α' πληθ. | στεφανωθήκαμε | θα στεφανωθούμε | να στεφανωθούμε | |||
β' πληθ. | στεφανωθήκατε | θα στεφανωθείτε | να στεφανωθείτε | στεφανωθείτε | ||
γ' πληθ. | στεφανώθηκαν στεφανωθήκαν(ε) |
θα στεφανωθούν(ε) | να στεφανωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεφανωθεί | είχα στεφανωθεί | θα έχω στεφανωθεί | να έχω στεφανωθεί | στεφανωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στεφανωθεί | είχες στεφανωθεί | θα έχεις στεφανωθεί | να έχεις στεφανωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεφανωθεί | είχε στεφανωθεί | θα έχει στεφανωθεί | να έχει στεφανωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεφανωθεί | είχαμε στεφανωθεί | θα έχουμε στεφανωθεί | να έχουμε στεφανωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεφανωθεί | είχατε στεφανωθεί | θα έχετε στεφανωθεί | να έχετε στεφανωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεφανωθεί | είχαν στεφανωθεί | θα έχουν στεφανωθεί | να έχουν στεφανωθεί |
Μεταφράσεις
στεφανώνομαι
|