ελκυστικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
παράθεση ετυμολ. ορισμός και φράσεις |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 7:
ο επιτήδειος να ελκύει κάτι προς τον εαυτόν του, ο [[θελκτικός]].
===
* «ελκυστική φυοιογνωμία»
* «ελκυστικοί τρόποι»
|