φέγγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}'''
# [[ακτινοβολώ]], εκπέμπω μια λάμψη
#:''Κάθε φορά που της τηλεφωνεί ο [[κανακάρης]] της, '''φέγγει''' το πρόσωπό της.''
#:'''''
# απρόσωπη χρήση ('''φέγγει'''), για μια πηγή φωτός όχι απαραιτήτως ορατή, που προκαλεί έναν διάχυτο αμυδρό φωτισμό, μια λάμψη όχι ιδιαίτερα έντονη, ανταύγεια
#: ''Αντε να πάμε για ύπνο, '''έφεξε'''
# (μεταφορικά) απρόσωπη χρήση, η απρόσμενη [[τύχη]]
#: ''Άντε τυχερέ! Σου '''έφεξε'''
# [[φωτίζω]] κάτι με ένα μέσο
#:''Δεν κρατάς καλά το φακό! Εδώ '''φέξε''' μου!''
#:(ειρωνικά)''
# (μεταφορικά) όταν κάποιος χάνει πολλά κιλά
#:''Φάε κάτι, παιδί μου. '''Έφεξες''' πια.''
|