stout: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-en-}}== ==={{ουσιαστικό|en}}=== {{τ|en|{{PAGENAME}}}} # εύσωμος, σωματώδης #* μεγαλόσωμος όσον αφορά τον όγκ...
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:39, 13 Ιουνίου 2016

Αγγλικά (en)

  Ουσιαστικό

stout (en)

  1. εύσωμος, σωματώδης
    • μεγαλόσωμος όσον αφορά τον όγκο χωρίς να εμπεριέχει σημασία-πληροφορία για το ύψος
  2. γεροδεμένος]]