=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'βουνό'}}
[[Αρχείο:Chicken_eggs.jpg|thumb|200px|''' αυγάαβγά''' [[κότα |κότας]] ς]] ▼
==={{εναλλακτικός τύπος}}===
* [[αυγό]]
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχμσν|}}(ν) '''[[< {{αρχ|ᾠόν]]''',}} (από τη [[συνεκφορά]]: '''τατὰ [[ᾠά']]'' > '''ταωά''' > '''ταωγά'ταουγά'' > ''ταβγά'τ' αυγά'> ''τ’ < '''αυγό'αβγά'' > {{λ}}· βλ. [[αφτί]])
==={{προφορά}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} <br>▼
▲[[Αρχείο:Chicken_eggs.jpg|thumb|200px|'''αυγά''' [[κότα|κότας]]]]
▲'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}<br>
στην ''νέα ελληνική γλώσσα'' (δημοτική) και [[αυγό]]
# το γονιμοποιημένο [[ωάριο]], το [[γέννημα]] θηλυκών ζώων ([[πτηνό|πτηνών]], [[ερπετό|ερπετών]] και [[ψάρι|ψαριών]]), που έχει σφαιρικό σχήμα και αποτελείται από το [[κέλυφος]] (αλλιώς [[τσόφλι]]), τις υποκελύφιες [[μεμβράνη|μεμβράνες]], το [[λεύκωμα]] (αλλιώς, [[ασπράδι]]) και τη [[λέκιθος|λέκιθο]] (αλλιώς [[κρόκος|κρόκο]])
# το [[γέννημα]] κυρίως της [[κότα|κότας]]
#* {{γαστρον}} το περιεχόμενο του αυγούαβγού ως [[τροφή]]
#** '''αυγάαβγά μάτια''' : αυγάαβγά τηγανητά που δεν έχουν χτυπηθεί, ώστε το ασπράδι και ο κρόκος στη μέση να μοιάζουν με μάτι
#** '''αυγό μελάτο''' : αυγόαβγό βρασμένο λίγο, ώστε ο κρόκος να είναι παχύρευστος
===={{μορφές}}====
===={{εκφράσεις}}====
* '''ρούφα το αυγό σου'''αβγό''' σου'': κοίτα την δουλειά σου // μην ανακατεύεσαι
* '''αυγά''αβγά''' κουρεύομε;''' : δεν ξέρομε τη δουλειά μας;
* '''αυγά''αβγά''' σουσού [[καθαρίζω|καθαρίζουν]];''' : γιατί γελάς χωρίς λόγο;
* '''ακόμη δε βγήκε από το αυγό[[αβγό]]''' : για κάποιον που δεν έχει αποκτήσει ακόμη αρκετές εμπειρίες, αλλά συμπεριφέρεται σαν τα ξέρει όλα
* '''η κότα έκανε το αυγό[[αβγό]] ή το αυγό[[αβγό]] την κότα;''' : η δυσκολία προσδιορισμού της αρχικής κατάστασης, η αναζήτηση του αρχικού αιτίου
*: {{συνων}} [[φαύλος κύκλος]]
* '''[[κάθομαι]] στ' αυγά'''αβγά''' μου''' : δεν εμπλέκομαι σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
* '''τον πήραν με τα αυγά''' αβγά''''': τον αποδοκίμασαν, ρίχνοντας του αβγά
* '''σιγά τ' αυγά'''αβγά''' (να μη σπάσουν)''' : για να υποβαθμιστεί η σπουδαιότητα προσώπου ή κατάστασης
* '''το αυγό[[αβγό]] του [[w:Κολόμβος|Κολόμβου]]''' : η εύκολη κι ευφυής λύση ενός προβλήματος, που αρχικά έμοιαζε άλυτο, αλλά εκ των υστέρων αποδεικνύεται απλό
* '''χάνω τ' αυγά'''αβγά''' και τα [[καλάθι|καλάθια]] / πασχάλια''' : χάνω ό,τι έχω // μπερδεύομαι, παθαίνω [[σύγχυση]]
* '''αυγό[[αβγό]] να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει''': για πολύ κοντό άνθρωπο.
===={{συγγενικά}}====
* [[αυγατίζωαβγατίζω]]
* [[αυγίλααβγίλα]]
* [[αυγουλούαβγουλού]]
* [[αυγουλάτοςαβγουλάτος]]
* [[αυγουλιέρααβγουλιέρα]]
* [[αυγουλίλααβγουλίλα]] και [[αυγουλίλαςαβγουλίλας]]
* [[αυγουλωτόςαβγουλωτός]]
* [[αυγωμένοςαβγωμένος]]
===={{σύνθετα}}====
* [[αυγοειδήςαβγοειδής]]
* [[αυγοθήκηαβγοθήκη]]
* [[αυγοκάσααβγοκάσα]]
* [[αυγοκόβωαβγοκόβω]]
* [[αυγολέμονοαβγολέμονο]]
* [[αυγοτάραχοαβγοτάραχο]]
* [[αυγοτέμπερααβγοτέμπερα]]
* [[αβγουλομάτης]]
* [[αυγουλομάτης]]
===={{μεταφράσεις}}====
|