ιχνηθέτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
=={{-el-}}== ==={{ουσιαστικό|el}}=== '''ιχνηθέτης''' {{αθ}}, (ιχνηθέτιδα, ιχνηθέτισσα {{θ}}) * που μαρκάρει ή {{μτφρ}} υποδηλώνει κάτι |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:55, 19 Ιανουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ιχνηθέτης αρσενικό ή θηλυκό, (ιχνηθέτιδα, ιχνηθέτισσα θηλυκό)
- που μαρκάρει ή (μεταφορικά) υποδηλώνει κάτι