αμετάπτωτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{επίθετο|el}}=== {{αθο}} * που δεν έχει ή δεν δύναται να υποστεί μετάπτωση |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 15:50, 13 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που δεν έχει ή δεν δύναται να υποστεί μετάπτωση