αυτόνοος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 15:43, 13 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία el
αρχαία: αὐτόνοος < αὐτός + νόος
Επίθετο
αρσενικό (θηλυκό αυτόνοη, ουδέτερο αυτόνοο)
- αυτόβουλος, που αποφασίζει μόνος του, που δεν χειραγωγείται