αυτόνοος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία|el}}=== αρχαία: αὐτόνοος < αὐτός + νόος ==={{επίθετο|el}}=== {{α}} ({{θ}} αυτόνο...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 15:43, 13 Νοεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία el

αρχαία: αὐτόνοος < αὐτός + νόος

  Επίθετο

αρσενικό (θηλυκό αυτόνοη, ουδέτερο αυτόνοο)

  • αυτόβουλος, που αποφασίζει μόνος του, που δεν χειραγωγείται