εξαιρετός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
νέα σύνθετη λέξη
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 07:29, 31 Οκτωβρίου 2015

Δείτε επίσης: εξαίρετος

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

εξαιρετός σύνθετη λέξη από την <πρόθεση εξ+ αἱρῶ, ο δυνάμενος να εξαιρεθεί, όπως διαλυτός (= δυνάμενος να διαλυθεί)

  Επίθετο

εξαιρετός θηλυκό-ή, ουδέτερο -τόν

=Σημείωση

Στα ρηματικά επίθετα σε -τος, όταν υπάρχει η έννοια του δυνατού διαηρούν τον τόνο στη λήγουσα και είναι τρικατάληκτα, όπως εδώ, ενώ, αν στη σύνθεση υπάρχει η έννοια του παθητικού παρακειμένου αναβιβάζουν τον τόνο και είναι δικατάληκτα, όπως εξαίρετος

  Μεταφράσεις