επέπρωτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{ανέτοιμο}} ==={{ετυμολογία|el}}=== < αρχ. υπερσ. (γ' εν.) πέπρωτο με προσθήκη “αύξησης” ε- κατά...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:06, 11 Οκτωβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:ανέτοιμο

  Ετυμολογία el

< αρχ. υπερσ. (γ' εν.) πέπρωτο με προσθήκη “αύξησης” ε- κατά τους άλλους υπερσ.

=Πρότυπο:~

  • ήταν πεπρωμένο