βαθμωτό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 15:42, 11 Οκτωβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία el
Ουσιαστικό
βαθμωτό (en)
- Πρότυπο:μαθ βαθμωτό, ένα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το vector (διάνυσμα) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.
- Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν διανύσματα (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν βαθμωτά (scalars).
Δείτε επίσης
- Scalar_(mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- στοιχειώδης διανυσματική άλγεβρα στο Βικιεπιστήμιο[1]
- βαθμωτά (scalars) στο Βικιεπιστήμιο[2]