βαθμωτό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία|el}}=== βαθμός + -ωτό ==={{ουσιαστικό|el}}=== {{τ|en|{{PAGENAME}}}} * {{μαθ|en}} βαθμωτό,...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 15:42, 11 Οκτωβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία el

βαθμός + -ωτό

  Ουσιαστικό

βαθμωτό (en)

  • Πρότυπο:μαθ βαθμωτό, ένα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το vector (διάνυσμα) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.
    Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν διανύσματα (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν βαθμωτά (scalars).


Δείτε επίσης

  • Scalar_(mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια  
  • στοιχειώδης διανυσματική άλγεβρα στο Βικιεπιστήμιο[1]
  • βαθμωτά (scalars) στο Βικιεπιστήμιο[2]