συσφίγγομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{μορφή ρήματος|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' *{{παθ|συσφίγγω}} {{el-κλίσ-'πλέκομαι'}} ===={{μεταφράσεις}}==== {... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 06:36, 27 Αυγούστου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
συσφίγγομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συσφίγγω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συσφίγγομαι | συσφιγγόμουν(α) | θα συσφίγγομαι | να συσφίγγομαι | ||
β' ενικ. | συσφίγγεσαι | συσφιγγόσουν(α) | θα συσφίγγεσαι | να συσφίγγεσαι | (συσφίγγου) | |
γ' ενικ. | συσφίγγεται | συσφιγγόταν(ε) | θα συσφίγγεται | να συσφίγγεται | ||
α' πληθ. | συσφιγγόμαστε | συσφιγγόμαστε συσφιγγόμασταν |
θα συσφιγγόμαστε | να συσφιγγόμαστε | ||
β' πληθ. | συσφίγγεστε | συσφιγγόσαστε συσφιγγόσασταν |
θα συσφίγγεστε | να συσφίγγεστε | (συσφίγγεστε) | |
γ' πληθ. | συσφίγγονται | συσφίγγονταν συσφιγγόντουσαν |
θα συσφίγγονται | να συσφίγγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συσφίγχτηκα | θα συσφιγχτώ | να συσφιγχτώ | συσφιγχτεί | ||
β' ενικ. | συσφίγχτηκες | θα συσφιγχτείς | να συσφιγχτείς | συσφίγξου | ||
γ' ενικ. | συσφίγχτηκε | θα συσφιγχτεί | να συσφιγχτεί | |||
α' πληθ. | συσφιγχτήκαμε | θα συσφιγχτούμε | να συσφιγχτούμε | |||
β' πληθ. | συσφιγχτήκατε | θα συσφιγχτείτε | να συσφιγχτείτε | συσφιγχτείτε | ||
γ' πληθ. | συσφίγχτηκαν συσφιγχτήκαν(ε) |
θα συσφιγχτούν(ε) | να συσφιγχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συσφιγχτεί | είχα συσφιγχτεί | θα έχω συσφιγχτεί | να έχω συσφιγχτεί | συσφιγγμένος | |
β' ενικ. | έχεις συσφιγχτεί | είχες συσφιγχτεί | θα έχεις συσφιγχτεί | να έχεις συσφιγχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συσφιγχτεί | είχε συσφιγχτεί | θα έχει συσφιγχτεί | να έχει συσφιγχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συσφιγχτεί | είχαμε συσφιγχτεί | θα έχουμε συσφιγχτεί | να έχουμε συσφιγχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συσφιγχτεί | είχατε συσφιγχτεί | θα έχετε συσφιγχτεί | να έχετε συσφιγχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συσφιγχτεί | είχαν συσφιγχτεί | θα έχουν συσφιγχτεί | να έχουν συσφιγχτεί |
Μεταφράσεις
συσφίγγομαι
|