χερνής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ουσιαστικό|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{α}} # κάποιος που ζει από τα χέρια του, μεροκαματιάρης, φτω...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:56, 15 Αυγούστου 2015

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ουσιαστικό

χερνής αρσενικό

  1. κάποιος που ζει από τα χέρια του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος

  Επίθετο

χερνής

  1. φτωχός, ενδεής