ασεξουαλικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
α + σεξουαλικός |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 23:20, 19 Ιουλίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασεξουαλικός < α + σεξουαλικός
Επίθετο
ασεξουαλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον ασέξουαλ
- ο ασέξουαλ, ο μη έχων ερωτικής επιθυμίας, ο μην έχων σεξουαλικής επιθυμίας
- μερικοί ασέξουαλς έχουν πόθο αγκαλιάς φιλιού και μη ολοκληρωμένης σχέσης, άλλοι δεν έχουν καμία ερωτική επιθυμία
- άνθρωπος που απέχει απ' το σεξ