ασεξουαλικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:20, 19 Ιουλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

ασεξουαλικός < α + σεξουαλικός

  Επίθετο

ασεξουαλικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με τον ασέξουαλ
  2. ο ασέξουαλ, ο μη έχων ερωτικής επιθυμίας, ο μην έχων σεξουαλικής επιθυμίας
μερικοί ασέξουαλς έχουν πόθο αγκαλιάς φιλιού και μη ολοκληρωμένης σχέσης, άλλοι δεν έχουν καμία ερωτική επιθυμία
  1. άνθρωπος που απέχει απ' το σεξ

  Μεταφράσεις