αφυλετικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αυτός που δεν αποδέχεται τις φυλές
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:08, 19 Ιουλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφυλετικός η αφυλετική το αφυλετικό
      γενική του αφυλετικού της αφυλετικής του αφυλετικού
    αιτιατική τον αφυλετικό την αφυλετική το αφυλετικό
     κλητική αφυλετικέ αφυλετική αφυλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφυλετικοί οι αφυλετικές τα αφυλετικά
      γενική των αφυλετικών των αφυλετικών των αφυλετικών
    αιτιατική τους αφυλετικούς τις αφυλετικές τα αφυλετικά
     κλητική αφυλετικοί αφυλετικές αφυλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

αφυλετικός < αρχαία ελληνική αφυλετικός <α- + φυλέτης (ομόφυλος, από την ίδια φυλή) < φυλή

  Επίθετο

αφυλετικός

  • αυτός που ιδεολογικά δεν αυτοκατατάσσεται σε φυλή, αυτός που δεν αποδέχεται τις φυλές
  • ορφανό παιδί σε πολυφυλετική χώρα που δεν έχει καταγραφεί σε φυλή (καταγράφεται ως "άλλο")

  Μεταφράσεις