θλίβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ρήμα|el}}: (σπαν,λόγιο)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[θλίβομαι]])
# προκαλώ [[θλίψη]], [[λύπη]], [[στεναχώρια]]
#: ''με '''θλίβει''' η συμπεριφορά σου απέναντί μου''
# {{σπαν}} {{λόγιο}} ασκώ δύναμη σε ένα αντικείμενο, το πιέζω ώστε να μειωθεί ο όγκος του
#: '''''έθλιψε''' δυνατά το μπόγο με τα ρούχα''
 
===={{συγγενικά}}====
* [[θλάση]]
Γραμμή 17 ⟶ 20 :
* [[καταθλίβω]]
* [[συνθλίβω]]
 
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'ράβω'}}
 
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 79 ⟶ 85 :
 
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < [[θλῶ]]{{ιε}} *''bhlig''- (σπάω, συντρίβω) + [[φλίβωχτυπώ]] (σπάω, πιέζω)
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
#[[πιέζω]]
# [[θλίβω]] πιέζοντας
#{{λ}}
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/θλίβω"