κόπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ρήμα|grc}}: +μερικοί ορισμοί
Γραμμή 70:
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# {{γενικ}} (''αρχικά'') [[πλήττω]], [[χτυπώ]]
# πλήττω κάποιον με όπλο
# φονεύω κάποιον χτυπώντας τον με όπλο
# [[κόβω]]
# [[πλήττωσφυροκοπώ]], [[χτυπώσφυρηλατώ]]
#* δημιουργώ νομίσματα σφυρηλατώντας μέταλλο
# χτυπάω την πόρτα
# {{μτφρ}} [[παραζαλίζω]]
# [[αποκόπτω]]
#* υλοτομώ
#* {{σνκδ}} [[ερημώνω]]
# (''για εξεταζόμενο'') απορρίπτω
# '''κόπτομαι''': [[οδύρομαι]], [[θρηνώ]]
#: ''με δοτική'': κάτι [[κατατρύχω|κατέτρυχε]] το υποκείμενο, το βασάνιζε
 
 
===={{συγγενικά}}====
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόπτω"