κόπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Μορφοποίηση, προφορά
Γραμμή 74:
# '''κόπτομαι''': [[οδύρομαι]], [[θρηνώ]]
#: ''με δοτική'': κάτι [[κατατρύχω|κατέτρυχε]] το υποκείμενο, το βασάνιζε
 
===={{συγγενικά}}====
*[[κόμμα]]
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόπτω"