γογγυτό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'βουνό'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} < {{ελνστ}} γογγύζω ==={{ουσιαστικό|e...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:56, 16 Οκτωβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γογγυτό τα γογγυτά
      γενική του γογγυτού των γογγυτών
    αιτιατική το γογγυτό τα γογγυτά
     κλητική γογγυτό γογγυτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

γογγυτό < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω

  Ουσιαστικό

γογγυτό ουδέτερο (και γογγητό κατά το βογκητό ως προερχόμενο από το μεσαιωνικό ρήμα γογγῶ και όχι το ελληνιστικό γογγύζω)

  1. ο γογγυσμός, το παράπονο, το βογκητό, ο βαθυς στεναγμός από ηδονή ή πόνο, άναρθρη φωνή
  2. ο ρόχθος, η βοή της θάλασσας, των κυμάτων, του ανέμου

Άλλες μορφές

  Μεταφράσεις