συντεταγμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:57, 29 Σεπτεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
Συγγενικά
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό