χέω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{δείτε|χύνω}}
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}[[χέω]]
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
* [[δύσχρηστη]] μορφή του [[χύνω]], [[διασκορπίζω]] (β΄ [[συνθετικό]] ρημάτων π.χ. [[διαχέω]], [[εκχέω]], [[συγχέω]] και ρίζα πολλών ουσιαστικών αλλά σπάνια μη σύνθετο)
χύνω,
αφήνω να ρεύσει,
διασκορπίζω,
ραντίζω,
σφεντονίζω,
εκχέω,
χύνω αφθόνως,
παράγω,
διαδίδω,
βγάζω
 
===={{συγγενικά}}====
* [[χοή]] (οινοχόη, υδροχόη)
* [[χόανο]] (το χωνί)
*[[χυτός]]
*[[χυλός]]
*[[χυμός]]
*[[χύδην]]
*[[χύτρα]]
* [[υδροχόος]]
*[[οινοχόος]]
*[[αργυροχόος]]
*[[χρυσοχόος]]
*[[διάχυση]]
*[[έγχυση]]
*[[σπερματέγχυση]]
*[[σύγχυση]]
 
 
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧspill}}, {{τ|en|pour}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 67 ⟶ 75 :
 
{{μτφ-τέλος}}
 
 
------
 
 
=={{-grc-}}==
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < θέμα '''χυν''' στην {{ελνστ}} όταν προστέθηκε το πρόσφυμα '''ν''' στο θέμα αορίστου '''χυ''' < θέματα '''χυ''' και '''χευ''' στην {{αρχ}} < από αρχικό χεF που έγινε '''χευ''' και που όταν αποβλήθηκε το F από το χεF έγινε '''χυ'''
 
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# [[χύνω]], [[σκορπίζω]], [[στρώνω]] στο δάπεδο, στη γη, απλή μορφή κυρίως σε επικά έργα και ποίηση, πιο συνηθισμένο στα [[σύνθετος|σύνθετά]] του
#:''κρήνη κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης '''χέει''' ὕδωρ'' (Ιλιάδα)
#:''χοὴν '''χεῖσθαι''' νεκύεσσι''
#:''δάκρυα θερμὰ '''χέοντες'''''
#:''φονίας σταγόνας '''χυμένας''' ἐς πέδον'' (Αισχύλος)
#:'''''κεχυμένοι''' ὀφθαλμοί'' (δακρυσμένα μάτια)
#:'' πάγου '''χυθέντος''''' : όταν είχε "στρώσει" το χιόνι
#{{μτφρ}} [[σκορπίζομαι]] παντού, [[γεμίζω|γεμίζει]] ο τόπος, έχω υπερβολική παρουσία-ποσότητα-ένταση
#:'''''χέοντο''' δούρατα, βέλεα'' (έπεφταν βροχή τα βέλη, τα ακόντια, χύνονταν σαν νερό)
#:'' ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος '''χύτο''''' : παντού παραμόνευε ο θάνατος
#:'''''ἐχύθη''' οἱ θυμός''
# με έντονη ροπή, τάση προς κάτι
#:''''' κεχυμένος''' ἐς τἀφροδίσια, πρὸς ἡδονήν''
 
==={{μορφές}}===
*'''χέω''' και {{επικ}} '''χείω''' και αργότερα '''χύνω''' και '''χεύω''', παρατ. '''ἔχεον''' μέλλοντας '''χέω''' (διακρινόταν από τον ενεστώτα από τα συμφραζόμενα) αοριστος '''ἔχεα''' και {{επικ}} '''ἔχευα''', στην Ιλιάδα '''χεῦα''' μεταγενέστερα '''ἔχευσα''' παρακ. '''κέχυκα'''
*Μέσος και παθ. ενεστ. '''χέομαι''' και '''χεύομαι''' παρατ. '''ἐχεόμην''' μέλλ. '''χέομαι''' και '''χυθήσομαι''' και αργότερα '''χεθήσομαι''', αόριστος '''ἐχεάμην''' και {[επικ}} '''ἐχευάμην, χευάμην''' ''ἐχύθην''' και αργότερα '''ἐχέθην''' παρακ. '''κέχυμαι''' υπερσ. '''ἐκεχύμην'''
*'''χύννω''' και '''χύνω''' στην {{ελνστ}} παράλληλα με τους αρχαίους τύπους
 
 
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/χέω"