χείρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg, li
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
# το χέρι (από τον [[ώμος|ώμο]] ως τα [[δάχτυλο|δάχτυλα]])
 
==={{κλίση}}===
{{επέκταση}}
*εκτός από τους παρατιθέμενους τύπους, ειδικά οι ποιητές αλλά πιθανόν και ο κόσμος στην τότε καθομιλουμένη χρησιμοποιούσε και τους εξής:
:'''χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας , χείρεσι(ν), χείρεσσι, χέρεσσι(ν), χερέεσσιν''' και οι Δωριείς '''χήρ, χηρός, χῆρας''' οι δε Αιολείς '''χέρρας'''
 
 
==={{εκφράσεις}}===
*'''χειρός ἔχειν τινά''': το να κρατάς κάποιον από το χέρι
*'''χερί χειρός ἑλών''': τον τράβηξε, τον σήκωσε από το χέρι
*'''χεῖράς τ᾽ ἀλλήλων λαβέτην''': να δώσουμε τα χέρια, σε ένειξη καλής πίστης
*'''χεῖρας ἀνασχεῖν''': σηκώνω τα χέρια ψηλά, είτε δεν ξέρω τι να κάνω, είτε προς Θεό για να με βοηθήσει
*'''ἀράτω τήν χείρα - ἀνατεινάτω τὴν χείρα''' : ας σηκωθούν τα χέρια (σε ψηφοφορίες)
*'''χεῖρας ἀφέξει''': μακριά τα χέρια! μην αγγίζεις!
*'''πορεύεσθαι ἐπί χειρῶν''': για ζώα, για όσα πλάσματα βαδίζουν στα τέσσερα
*'''ποτέρας τῆς χερός;''': σε ποια μεριά; στα δεξιά; στα αριστερά; (για κατεύθυνση)
*'''τά ἀνά χεῖρα πράγματα, ο ἀνά χεῖρα χρόνος ''': το τωρινό ζήτημα, ο τρέχων χρόνος,
*'''διά χειρῶν ἔχειν''' π.χ. τὴν πολιτείαν: ελέγχει κάοιον, το λαό, την κυβέρνηση, τους έχει του χεριού του
*'''ἐς χεῖρας λαβεῖν τι''': παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου
*'''κατά χειρός''': (ας φέρει κάποιος το νερό) να το ρίξει στα χέρια, φράση πριν από το γεύμα για το πλύσιμο των χεριών
*'''πρό χειρῶν''': μπροστά σου είναι, μπροστά στα μάτια σου
*'''χείρ ὑπερμήκης''': το μακρύ χέρι που φτάνει πιο μακριά από όσο πρέπει (π.χ. για το βασιλιά των Περσών)
*'''χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει''': με χέρια και με πόδια, με κάθε τρόπο, με όλες μας τις δυνάμεις
*'''χείρ μεγάλη''': μεγάλος αριθμός από στρατιώτες ή αγρότες, όπως λέμε σήμερα "χρειάζονται πολλά χέρια"
 
===={{σύνθετα}}====
*[[χειραγωγός]]
*[[χειραπτάζω]] ( < [[χειραψία]])
*[[χειροδάικτος]] (που τον σκότωσε κάποιος με τα χέρια του)
*[[χερόπληκτος]] (που τον χτύπησαν με τα χέρια τους)
*[[χειρόμακτρον]]
*[[χειρομύλη]] ([[χερόμυλος]])
*[[χειρονομέω]] (νέμω τας χείρας, στην παντομίμα, και όχι όπως αρκετοί σήμερα νομίζουν "αποδίδω το νόμο" με τα χέρια μου)
*[[χειροποίητος]] (κάτι τεχνητό και όχι φυσικό, κάτι που φτιάχνει ο άνθρωπος)
*[[χειροτέχνης]]
*[[χειροτονέω]] (ψηφίζω κάποιον δια ανατάσεως της χειρός)
*[[χειροτονητός]] (που εκλέχτηκε με ανάταση των χειρών)
*[[χειρουργός]]
*[[χειρουργέω]] (δίνω δηλητήριο,εκτελώ, κάνω εγχείριση, χτίζω)
* [[χειρῶναξ]]
*[[χεριάρης]] (+ [[ἀραρίσκω]], ο επιδέξιος)
*[[χέρνιψ]] (το αγίασμα με το οποίο έπλεναν τα χέρια τους πριν από θυσία
*[[χερνίβιον]] (η λεκάνη)
*[[χερνίπτομαι]] (τελετουργικό [[νίψιμο]] πριν τη θυσία)
*[[χερομυσής]] ( + [[μύσος]], αυτός που μολύνει τα χέρια)
 
 
===={{συγγενικά}}====
*[[χείριος]] (ο [[υποχείριος]])
*[[χειρίζω]] ([[χειρουργώ]])
*[[χειρισμός]] (εγείρηση και διοίκηση)
*[[χειρίς]] (γάντι και μανίκι)
*[[χειριδωτός]] (με μανίκια)
*[[χειρόω]] (κάνω υποχείριο, νικώ κάποιον)
*[[χείρωμα]] (νίκη και έργο βίας)
*[[χειρωτική]] (η τέχνη του τιθασεύειν)
*[[Χείρων]]
*[[χερνής]] (ο προλετάριος, αυτός ου ζει από όσα φτιάχνει με τα χέρια του, ο χειρόνακτας)
 
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/χείρ"