ἵστημι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ + §
Γραμμή 1:
{{χρειάζεται προσοχή|τα συγγενικά να ανήκουν στα αρχαία ελληνικά και όχι στα νέα}}
=={{-grc-}}==
{{grc-αρχ-χρόνοι|[[ἵστημι]]|[[ἵστην]]|[[στήσω]]|[[ἔστησα]]|στήσας ἔχω|στήσας εἶχον||[[ἵσταμαι]]|[[ἱστάμην]]|[[στήσομαι]]|[[ἐστησάμην]]/[[ἔστην]]/[[ἐστάθην]]|[[ἕστηκα]]|[[εἱστήκειν]]|[[ἑστήξομαι]]}}
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ιε}} *stísteh₂- < *steh₂- Ομόρριζο με το λατινικό [[sto]], το γερμανικό [[stehen]] κ.λπ.
==={{ρήμα|grc}}===
{{grc-αρχ-χρόνοι|[[ἵστημι]]|[[ἵστην]]|[[στήσω]]|[[ἔστησα]]|στήσας ἔχω|στήσας εἶχον||[[ἵσταμαι]]|[[ἱστάμην]]|[[στήσομαι]]|[[ἐστησάμην]]/[[ἔστην]]/[[ἐστάθην]]|[[ἕστηκα]]|[[εἱστήκειν]]|[[ἑστήξομαι]]}}
'''{{PAGENAME}}''' (α΄πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα), ''μέσο-παθητικό'': '''[[ἵσταμαι]]'''
# (''+ αιτιατική'') [[στήνω]] κάτι ή κάποιον, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο
# είμαι [[υπαρκτός]], έχω παρουσία
 
{{χρειάζεται προσοχή|τα συγγενικά είναι από τα νέα ελληνικά}}
===={{συγγενικά}}====
*[[στάσιςἀνίστημι]]
*[[επιστάτηςἀνθίστημι]]
*[[άστατοςἀφίστημι]]
*[[σταθερόςδιΐστημι]]
*[[στατήραςἐξίστημι]]
*[[ανάστημαἐνίστημι]]
*[[άστατοςἐφίστημι]]
*[[καθίστημι]]
*[[επιστητός|επιστητόν]]
*[[σύστημαπαρίστημι]]
*[[περιίστημι]]
*[[παρίσταμαι]]
*[[ιστόςπροΐστημι]]
*[[προσίστημι]]
*[[στήμονας|στήμων]]
*[[συνίστημι]]
*[[ὑπερίσταμαι]]
*[[ὑφίστημι]]
*{{βλ|στάσις}}
 
===={{κλίση}}====
{{κλίση-αρχή|ἵστημι}}
{{grc-κλίσ-Ενσ-ΕΦ-'ἵστημι'|ἵστ|ἱστ}}
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ἵστημι"