πετσώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ Προσθ. ορισμ. κατ
Γραμμή 8:
# ντύνω, καλύπτω κάτι μόνιμα, κολλώντας του δέρμα
# δένω, καλύπτω με ξύλα ομοιόμορφα, μία επιφάνεια δημιουργώντας τη βάση στην οποία θα στηριχτεί το τελικό υλικό
# {{ναυτ}}, {{ναυπ}}, {{ιδιωμ}}: τοποθετώ σανίδες στους νομείς σκάφους, δημιουργώντας περίβλημα
 
===={{εκφράσεις}}====
* ''την πετσώνω'': την [[τυλώνω]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/πετσώνω"