πασχάλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'πρόβατο'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|πασχάλιον}}, {{ουδ του|πασχάλιος}} < Π...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:52, 19 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'πρόβατο'

  Ετυμολογία

πασχάλιο < μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον, ουδέτερο του πασχάλιος < Πάσχα

  Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

πληθυντικός:

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ή
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

  Ουσιαστικό

πασχάλιο ουδέτερο

Έκφραση o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

  • έχασε τ’ αβγά και τα πασχάλια: δεν ξέρει πώς να φερθεί ή γενικότερα αγνοεί πολλά
     συνώνυμα: τα ’χει χάσει / τα ’χει χαμένα

  Μεταφράσεις