επηυξημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' <{{αρχ.}} ἐπαυξάνω < ἐπί + αὐξάνω ==={{μετοχή|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' # α...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:01, 5 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

επηυξημένος <Πρότυπο:αρχ. ἐπαυξάνω < ἐπί + αὐξάνω

  Μετοχή

επηυξημένος

  1. αυτός που έχει επαυξηθεί,επαυξημένος.

  Μεταφράσεις