άβατον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' <{{αρχ}}<ἄβατος ==={{ουσιαστικό|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' # (για τόπο ή χ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:35, 4 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

άβατον <αρχαία ελληνική<ἄβατος

  Ουσιαστικό

άβατον

  1. (για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε.
  2. (εκκλησία) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν.

  Μεταφράσεις