δυχατέρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο|el}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} ==={{ουσιαστικό|el}}=== '''{...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:06, 2 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

δυχατέρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

δυχατέρα θηλυκό

  • κόρη
    Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας βασιλέας κι εἶχε μιὰ δυχατέρα. (Λαϊκό παραμύθι Ο Σιμιγδαλένιος. Στην συλλογή Μαγικά παραμύθια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, Αθήνα 1966.)

  Μεταφράσεις