18.941
επεξεργασίες
μ (r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:ψωμί) |
μ (Προσθ. σημ. δεν είναι λέξη επίσημη) |
||
* [[ψωμοτύρι]]
* [[ψωμοφάγος]]
===={{σημειώσεις}}====
* {{λαϊκ}}: η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί '''[[άρτος]]''', δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη [[ψωμάδικο]], αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο [[ψωμάς]].
===={{βλέπε}}====
|