μουνί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19:
* '''έγινα μουνί''': επήλθα σε [[άθλια]] κατάσταση, συνήθως από νερό/βρέξιμο
: ''μας έπιασε βροχή στο δρόμο και '''γίναμε μουνί'''''
* '''μουνί [[καπέλο]]''': [[άθλιος|άθλια]] κατάσταση
* '''στο μουνί μου''': χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, (αντίστοιχο του αντρικού "στ' αρχίδια μου") για να δηλώσει [[αδιαφορία]]
* '''το μουνί σέρνει καράβι''': μία γυναίκα εύκολα μπορεί να κάνει έναν άνδρα να εγκαταλείψει κάθε ασχολία του ακόμα και κάτι που ήταν πριν δύσκολο να κάνει αυτός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/μουνί"