καθομιλουμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Βικιποίηση των μεταφράσεων |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{-ετυμ-}}
: θηλυκή μετοχή του ελληνιστικού ρήματος '''καθομιλοῦμαι''' ([[συνηθίζομαι]]) < αρχαία ελληνική [[καθομιλῶ]]
{{-
'''
* η [[κοινός|κοινή]] γλώσσα, που χρησιμοποιούμε στην [[καθημερινότητα|καθημερινότητά]] μας η [[δημοτική]]
* καθημερινή, μη [[ακαδημαϊκός|ακαδημαϊκή]] (λαϊκή) [[γλώσσα]]. Πολλές φορές μπορεί να απαρτίζεται από πρόχειρες λέξεις με μεταφορική και όχι πάντα σαφής ερμηνεία. Η [[αργκό]].
{{-μτφ-}}
{{(}}
<!--* {{en}} : {{ξεν|en|XXX}}-->
<!--* {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}}-->
Γραμμή 28 ⟶ 24 :
<!--* {{ko}} : {{ξεν|ko|XXX}}-->
<!--* {{hr}} : {{ξεν|hr|XXX}}-->
{{-}}
<!--* {{la}} : {{ξεν|la|XXX}}-->
<!--* {{lt}} : {{ξεν|lt|XXX}}-->
Γραμμή 45 ⟶ 38 :
<!--* {{tr}} : {{ξεν|tr|XXX}}-->
<!--* {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}}-->
{{)}}
[[Κατηγορία:
|