σαρκοφάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Az (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Az (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
{{-ετυμ-}}
# σαρκοφάγος < [[σαρξ]] + [[φάγος]] (< θέμα αορίστου '''έφαγον''' του ρήματος [[τρώγω]])
# ελληνιστική κοινή, '''σαρκοφάγος''', ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαίου ελληνικού επιθέτου '''σαρκοφάγος''', (με βάση τη σημασία, "ασβεστόλιθος όπου λιώνουν γρήγορα τα πτώματα")
 
{{-επιθ-}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, '''σαρκοφάγος''' {{θ}}, '''σαρκοφάγο''' {{ο}}
* Αυτός#αυτός που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας.
#: ''Οι τίγρεις ειναι '''σαρκοφάγα''' ζώα.''
#μαρμάρινη, λίθινη ή πήλινη λάρνακα, μέσα στην οποία οι αρχαίοι τοποθετούσαν τους νεκρούς
#:''μια αρχαία και μεγάλης αξίας '''σαρκοφάγος'''''
 
{{-βλεπ-}}
Γραμμή 37 ⟶ 39 :
'''Ουσιαστικό'''
{{(}}
* {{en}} : (1) {{ξεν|en|carnivorous}}, {{ξεν|en|carnivore}}
<!-- * {{sq}} : {{ξεν|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 46 ⟶ 48 :
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : (1) {{ξεν|fr|carnivore}}
<!-- * {{de}} : {{ξεν|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{ξεν|da|ΧΧΧ}} -->