ψάω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
=={{-grc-}}==
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < αβέβαιης ετυμολογίας, θέματασυγγενές ψα-των και ψη-[[ψαύω]] και ψω- [[ψαίω]]
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}-ψῶ''' ( & [[ποιητικός]] τύπος [[ψώω]])
# [[αλέθω]]
# [[ξύνω]]
# [[σβήνω]]
# [[διαλύομαι]], [[κονιορτοποιούμαι]]
#:*''τοῦτ᾽ ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς τῶν ἔνδον, ἀλλ᾽ ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φθίνει, καὶ '''ψῇ''''' - αυτό εξαφανίστηκε, δεν το έφαγε κάτι μέσα από το σπίτι, αλλά κατάπιε τον εαυτό του και φθάρθηκε, '''κονιορτοποιήθηκε''' (σαν πριονίδι, όπως λέει παρακάτω)
# [[ψαύω]], [[ψηλαφώ]]
 
===={{συγγενικά}}====
* [[ψαφαρός]] και {{ιων}} [[ψαφερός]]
* [[ψακάς]] (η [[ψιχάλα]] της βροχής και το [[ψίχουλο]] του [[ψωμί|ψωμιού]])
* [[ψαλίς]] (η [[ψαλίδα]] και το [[ψαλίδι]])
Γραμμή 22 ⟶ 23 :
* [[ψωμός]] (το κομμάτι του [[ψωμί|ψωμιού]])
* [[ψώρα]]
===={{σύνθετα}}====
 
*[[ψαφαρόθριξ]]
*[[ψαφαρόχροος]]-[[ψαφαρόχρους]]
===={{σημειώσεις}}====
* το ρήμα '''ψάω''' και τα συγγενή του [[ψώω]], [[ψέω]], [[ψήω]] αναπτύχθηκαν παράλληλα (το [[ψώχω]]] μεταγενέστερο) και σήμαιναν [[τρίβω]], κόβω σε [[τεμάχιο|τεμάχια]], [[αλέθω]], [[ξύνω]], [[λειαίνω]], [[ομαλύνω]] [[κονιορτοποιώ]], [[διαλύομαι]]
* πάντα συνηρημένο, '''ψῶ, ψῇς, ψῇ''', απαρέμφατο '''ψῆν''', παρατατικός '''ἀπέψων''' (αλλά γ πρόσωπο απαντά '''ἀπέψη'''), μέλλων '''ψήσω''', αόριστος '''ἔψησα''', παθητ. αόριστος '''ἐψήθην''' και '''ἐψήσθην''' , παρακείμενος '''ἔψησμαι'''
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ψάω"