ποδένδυτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{προσχέδιο}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < πούς + ἐνδύω ==={{επίθετο|grc}}=== '''{{PAGENAME}},ος,ο...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 22:07, 21 Ιουλίου 2013

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

ποδένδυτος < πούς + ἐνδύω

  Επίθετο

ποδένδυτος,ος,ον

  1. που καλύπτει τα πόδια