βαλλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 18:38, 17 Ιουλίου 2013
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βαλλίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω)
Ρήμα
βαλλίζω (σύνηθες στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα)