ξένιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, ξενία, ξένιο'''
# επιθετο του Δία σε ό,τι αφορούσε την [[φιλοξενία]] αλλά και τον θεό που πίστευαν οι ξένοι
# (''παρωχημένο'') ο ξενικός
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 54 ⟶ 55 :
{{μτφ-τέλος}}
=={{-grc-}}==
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξένος]]
==={{επίθετο|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# επίθετο του Δία, απαντά και '''ξείνιος''' και
#:''Ζεὺς δ᾿ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, '''ξείνιος''', ὃς ξείνοισιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.'' ( τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος. για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη)
# ο σχετικός με τη φιλοξενία, τα δικαιώματα των ξένων
# η φιλία, ο σχετικός με τη φιλία
#:''ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, '''ξενίη''' τε τράπεζα, ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω: (Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της '''φιλιάς''' η τάβλα και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο)
# ο πληθυντικός του ουδετέρου, '''τα ξένια''' και '''τα ξείνια''' ήταν το φαγητό, ποτό, δώρα που προσέφραν στον φιλοξενούμενο, όσα του έδιναν για να τον [[φιλεύω|φιλέψουν]]
# ο [[ξένος]], η ξένη χώρα
#:''ἐπὶ '''ξενίας''' γης''
===={{συγγενικά}}====
*[[ξενία]], που ουσιαστικοποιήθηκε (φιλοξενία), [[ξενοσύνη]]
*[[ξενίζω]] και [[ξενόω]]
*[[ξένισις]] και [[ξενισμός]] η παροχή φιλοξενίας
*[[ξένωσις]] (ο νεωτερισμός)
*[[ξενικός]],ή,όν
*[[ξενητειά]] και [[ξενιτεύω]]
*[[ξενόεις]], [[ξενόεσσα]], [[ξενόεν]]
*[[ξενών]]
{{κλείδα-ελλ}}
|