μαζεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2:
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < ή από το ελληνιστικό [[ὁμαδεύω]] (συγκεντρώνω) (<{{αρχ}} [[ὁμαδέω]], [[ὁμός]],[[ὁμάς]]) ή από το [[μαζί]] ([[μάζα]]-[[μᾶζα]] < [[μάσσω]])
: '''{{PAGENAME}}''' < [[μάζα]]
 
==={{προφορά}}===
Γραμμή 9:
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# [[συγκεντρώνω]], [[ομαδοποιώ]] έμψυχα και άψυχα, μονάδες που είναι [[σκόρπια|σκόρπιες]] τις [[συλλέγω]], τις [[τακτοποιώ]] ή τις [[αποθηκεύω]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#:''Η συγκέντρωση '''μάζεψε''' κόσμο στην πλατεία''
 
#:''Δεν πας στην πλατεία να '''μαζέψεις''' καμιά φορά τα παιδιά στο σπίτι;''
#:'''''Μάζεψα''' τα μαλλιά μου'' - '''Μάζεψα''' ραδίκια-ελιές-τα αρνία στο μαντρί
#:'''Μαζεύω''' γραμματόσημα''-'''Μαζεύω''' χρήματα για τις διακοπές
# παίρνω κάτι από κάπου που δεν είναι η θέση του
#:'''Μάζεψε''' τις κάλτσες σου από την κουζίνα
#:''Εσκυψα και '''μάζεψα''' τα πεσμένα χαρτιά ενώ τα είχε ρίξει άλλος''
#ζητώ από κάποιον να περιοριστεί, τον ανακαλώ στην τάξη
#:'''Μάζεψε''' τα πόδια μου για να περάσει ο [[ηλικιωμένος]]''
#:'''Μάζεψε''' τα [[κουλό|κουλά]] σου και μην τα ξαναπλώσεις στο παιδί!''
#:'''Μάζεψε''' τη γλώσσα σου!''
#:''Θα σου τον '''μαζέψω''' εγώ. Θα δει αυτός!''
# [[μικραίνω]], [[κονταίνω]], [[συρρικνώνω]], [[συστέλλω]]
#:''Ο ράφτης '''μάζεψε''' το παντελόνι''
#(αργκό) [[κερδίζω]] στο καζίνο, στα χαρτιά
#:''Τους τα '''μάζεψα''''' -'''''Μάζεψα''' όλο το χαρτί'' (το χρήμα δηλαδή)
===={{βλέπε}}====
*[[μαζεύομαι]]
*[[μαζεμένος]]
===={{εκφράσεις}}====
* '''τις μαζεύω''', '''τις μαζεύω γερά''' {{βλφρ}} [[τρώω ξύλο]]
===={{αντώνυμα}}====
*[[σκορπάω]] και [[σκορπίζω]]
*[[μοιράζω]], [[διανέμω]]
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
*[[ομάδα]]
*[[ομαδόν]]
*[[ομού]]
*[[όμοιος]]
{{-}}
* [[μάζα]]
* [[μαζικός]]
* [[μαζώνω]]
* [[μάζωξη]]
{{)}}
 
===={{σύνθετα}}====
*[[συμμαζεύω]]
 
{{el-κλίσ-'ταξιδεύω'|μαζεύ|μάζευ|μαζέψ|μάζεψ|μαζεμ}}.
====Κλιση====
Υπάρχουν εκτός των ανωτέρω και οι [[λαϊκότροπος|λαϊκότροποι]] τύποι '''έμασα''' και '''θα μάσω''', '''έχω μάσει'''
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/μαζεύω"