σαγήνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Βικιποίηση των μεταφράσεων |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{-ετυμ-}}
: σαγήνη < (λατινικά) {{ξεν|la|sagena}} < (γαλλικά) {{ξεν|fr|seine}} (: [[δίχτυ]])
{{-ουσ-}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} ''χωρίς πληθυντικό''
* η ικανότητα που έχει κάποιος να ασκεί [[γοητεία]] κι [[έλξη]] στους άλλους
: <!-- ''Πρόταση-παράδειγμα.'' -->
* [[σαγήνευμα]]
* [[σαγήνευση]]
* [[σαγηνευτής]]
* [[σαγηνευτικά]]
* [[σαγηνευτικός]]
* [[σαγηνεύτρια]]
* [[σαγηνεύω]]
{{-μτφ-}}
|