ακουμπώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6:
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# {{μτβ}} [[αγγίζω]] κάτι ή κάποιον με το σώμα μου
* [[βρίσκομαι]] στην [[κατάσταση]] επαφής με κάποιον ή κάτι
#: ''λέει ότι τον έσπρωξα, αλλά εγώ ίσα που τον '''ακούμπησα'''''
# {{μτβ}} [[τοποθετώ]] κάτι σε μια σταθερή θέση
#* (''για χρήματα, αργκό'') [[καταβάλλω]], [[δίνω]], [[πληρώνω]]
#*: ''του '''ακούμπησα''' τρία κατοστάρικα και έκλεισα τη δουλειά''
# {{αμτβ}} [[στηρίζομαι]] σε μια σταθερή επιφάνεια, [[γέρνω]]
#: ''ζαλίστηκε και '''ακούμπησε''' στον τοίχο μέχρι να συνέλθει''
#* {{μτφρ}} [[στηρίζομαι]] σε κάποιον, βρίσκω ηθική και υλική υποστήριξη
#*: ''θέλω να βρω έναν άνθρωπο να '''ακουμπήσω'''''
 
===={{μεταφράσειςβλέπε}}====
* [[ακουμπισμένος]]
 
===={{μεταφράσεις}}====
 
{{μτφ-αρχή}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ακουμπώ"