ὀνθυλεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}} ==={{ρήμα|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' (& μονθυλ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 20:23, 19 Ιανουαρίου 2013
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὀνθυλεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ὀνθυλεύω (& μονθυλεύω)
- μαγειρεύω
- βάζω γέμιση σε κρέας, παραγεμίζω
- Tὰ δὲ τῶν μαγείρων ἔργα ἀφεῦσαι, εὗσαι, καθῆραι, κόψαι, τεμεῖν διατεμεῖν, ῥαχίσαι, ἑψῆσαι, ὀπτῆσαι, ἐπανθρακῶσαι, μάξαι, διηθεῖν, διαττᾶν, ἀποβράττειν, τρίβειν ἐν θυΐᾳ, σταθεύειν, ἡδύνειν, ἀρτύειν, σκευάζειν, ὀνθυλεύειν. (Ιούλιος Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 6, 91, 6)
- ὠνθυλευμένος: παραγεμιστός
Συγγενικά
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ονθυλευω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ὀνθυλεύω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ονθυλευω».