ασκώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ρήμα|el}}: παραδείγματα χρήσης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀσκέω|ἀσκέω, ἀσκῶ]]
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|ασκούσα|ασκήσω|άσκησα|ασκούμαι|σκημένοςασκημένος}}
# υποβάλλω κάποιον σε συστηματική εργασία για να αναπτύξω τις σωματικές του δυνάμεις ή τις πνευματικές του ικανότητες
# {{λείπει ο ορισμός}}
#: '''''ασκώ''' το σώμα και το πνεύμα μου''
#:: {{συνων}} [[γυμνάζω]], [[εξασκώ]]
# ενεργώ κατά έναν ορισμένο τρόπο
# ...
#: '''''ασκώ''' βία, '''ασκώ''' πίεση''
# προχωρώ σε μια ενέργεια που προβλέπεται από νόμους ή κανονισμούς
# ...
#: '''''ασκώ''' το εκλογικό μου μου δικαίωμα''
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ασκώ"