ολοκληρώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλ
Γραμμή 4:
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < ὁλοκληρώνω < {{αρχ}} [[ὁλόκληρος]]
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό:'' [[ολοκληρώνομαι]], ''παθητική μετοχή'': [[ολοκληρωμένος]]
*# φέρνω μια εργασία ή πράξη ή [[διαδικασία]] στο [[τέλος]] της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, [[τελειώνω]], την [[συμπληρώνω]] ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, [[τελειωμένος|τελειωμένη]]
#: ''όταν ο ομιλητής '''ολοκλήρωσε''' την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά''
#:'''ολοκληρώνω''' τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
 
===={{συγγενικά}}====
* [[ολοκλήρωση]]
* [[κατά|καθ']] [[ολοκληρία]]ν
* [[ολοκληρωτικός]]
* [[ολοκληρωτικά]]
* [[ολόκληρος]]
* [[ολοκληρωμένος]]
 
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'ενώνω'|ολοκληρώ|ολοκλήρω|ολοκληρω}}
 
===={{μεταφράσεις}}====