τορπιλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{ρήμα|el}}: μικρό
Γραμμή 10:
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|τορπίλιζα|τορπιλίσω|τορπίλισα|τορπιλίζομαι|τορπιλισμένος}}
# {{μτβ}} [[χτυπώ]] χρησιμοποιώντας [[τορπίλη]]
#: ''ο στόλος '''τορπίλισε''' το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.''
# (μεταφορικά){{μτφρ}} [[εμποδίζω]] με [[δόλιος|δόλιες]] ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι
#: ''ο πολιτικός επέλεξε να '''τορπιλίσει''' τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.''
 
===={{συγγενικά}}====