υπηρετήσει: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
Automated import of articles
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 23:05, 15 Αυγούστου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ρηματικός τύπος

υπηρετήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπηρετώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπηρετώ
  3. θα υπηρετήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπηρετώ