υπηρετήσει: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Automated import of articles |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 23:05, 15 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υπηρετήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπηρετώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπηρετώ
- θα υπηρετήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπηρετώ