204.943
επεξεργασίες
μ |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) μ |
||
* [[γαιοφάγος]] < [[γαία]] + [[φάγος]].
{{-
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, '''γαιοφάγος''' {{θ}} και '''γαιοφάγα''' {{θ}}, '''γαιοφάγο''' {{ο}} και '''γαιοφάγον''' {{ο}}
* Αυτός που τρώει τη γη.
|