υπνωτισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:12, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

υπνωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπνωτίζω

  Μετοχή

υπνωτισμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υπνωτίζω

  Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπνωτισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπνωτισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπνωτισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπνωτισμενοσ».