υπερφορτισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 13:11, 1 Ιουνίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφορτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερφορτίζω
Μετοχή
υπερφορτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπερφορτίζω
Μεταφράσεις
υπερφορτισμένος
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερφορτισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερφορτισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερφορτισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερφορτισμενοσ».